ἰσώνυμος
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ἰσώνυμον, (ὄνομα) bearing the same name as, c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.O.9.64; ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos, i.e. ἡλιοτρόπιον, Nic.Th.678.
German (Pape)
[Seite 1274] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
Russian (Dvoretsky)
ἰσώνῠμος: одноименный (τινος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, μετὰ γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.
English (Slater)
ῑσώνῠμος = ὁμώνυμος, with the same name as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν (O. 9.64)
Greek Monolingual
ἰσώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- -ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερώνυμος, ομώνυμος].