ιόζωνος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰόζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ζώνη]] με [[χρώμα]] ίου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πορφυρόζωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>ζωνος</i>].
|mltxt=[[ἰόζωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ζώνη]] με [[χρώμα]] ίου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πορφυρόζωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. [[βαθύζωνος]], [[πορφυρόζωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰόζωνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου
2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος, πορφυρόζωνος].