κοπρόμοχθος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπρόμοχθος]], -ον (Μ)<br /> (για σκαθάρια) αυτός που μοχθεί, που εργάζεται στην [[κοπριά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μοχθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοπρόμοχθος]], -ον (Μ)<br /> (για σκαθάρια) αυτός που μοχθεί, που εργάζεται στην [[κοπριά]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μοχθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]]), [[πρβλ]]. [[επίμοχθος]], [[πλησίμοχθος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
κοπρόμοχθος, -ον (Μ)
(για σκαθάρια) αυτός που μοχθεί, που εργάζεται στην κοπριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -μοχθος (< μόχθος), πρβλ. επίμοχθος, πλησίμοχθος].