λυχνίτις: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λυχνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[βαλλωτή]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[φλομίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. <i>λιμεν</i>-<i>ίτις</i>, <i>τοξ</i>-<i>ίτις</i>)].
|mltxt=λυχνῖτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[βαλλωτή]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[φλομίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[λιμενίτις]], [[τοξίτις]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

λυχνῖτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. το φυτό βαλλωτή
2. το φυτό φλομίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λιμενίτις, τοξίτις)].