μετασχολικός: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη [[φοίτηση]] στο [[σχολείο]] («τα μετασχολικά [[χρόνια]] [[είναι]] κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχολικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. <i>εξω</i>-[[σχολικός]].
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη [[φοίτηση]] στο [[σχολείο]] («τα μετασχολικά [[χρόνια]] [[είναι]] κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχολικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. [[εξωσχολικός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:57, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη φοίτηση στο σχολείο («τα μετασχολικά χρόνια είναι κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σχολικός (< σχολή), πρβλ. εξωσχολικός.