μετασχολικός
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη φοίτηση στο σχολείο («τα μετασχολικά χρόνια είναι κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σχολικός (< σχολή), πρβλ. εξωσχολικός.