ψηφοδέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>), [[πρβλ]]. <i>λαιμο</i>-[[δέτης]].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>), [[πρβλ]]. [[λαιμοδέτης]].
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 25 August 2021

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμοδέτης.