ψηφοδέτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
mNo edit summary |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες [[μεταξύ]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>), [[πρβλ]]. [[λαιμοδέτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:43, 25 August 2021
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμοδέτης.