ψηφοδέτης

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμοδέτης.