κητόδορπος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kitodorpos
|Transliteration C=kitodorpos
|Beta Code=khto/dorpos
|Beta Code=khto/dorpos
|Definition=[[συμφορά]], [[ἡ]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">supplying food for sea-monsters</b>, Lyc. 954.</span>
|Definition=[[συμφορά]], ἡ, [[supplying food for sea-monsters]], Lyc. 954.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 18:13, 20 August 2022

English (LSJ)

συμφορά, ἡ, supplying food for sea-monsters, Lyc. 954.

German (Pape)

[Seite 1435] den großen Meerfischen Fraß, Nahrung gebend, Lycophr. 954.

Greek (Liddell-Scott)

κητόδορπος: συμφορά, ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.

Greek Monolingual

κητόδορπος, -ον (Α)
αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» — η συμφορά του να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινόδορπος, σύνδορπος].