παρωδός: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παραβαίνει τους κανόνες του άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῖς αἰνίγμασι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[παρῳδός]]<br />α) ο [[ποιητής]] παρωδιών<br />β) [[εκείνος]] που απαγγέλλει παρωδίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-[[ωδός]])].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παραβαίνει τους κανόνες του άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῖς αἰνίγμασι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[παρῳδός]]<br />α) ο [[ποιητής]] παρωδιών<br />β) [[εκείνος]] που απαγγέλλει παρωδίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>) ([[πρβλ]]. [[μονωδός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες του άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῖς αἰνίγμασι», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ.παρῳδός
α) ο ποιητής παρωδιών
β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. μονωδός)].