πολεμοκέλαδος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polemokelados
|Transliteration C=polemokelados
|Beta Code=polemoke/lados
|Beta Code=polemoke/lados
|Definition=ον, [[exulting in the din of war]], Βρόμιος <span class="title">Lyr.Adesp.</span>108.
|Definition=πολεμοκέλαδον, [[exulting in the din of war]], Βρόμιος ''Lyr.Adesp.''108.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κέλαδος]] «[[θόρυβος]], βοή» (<b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-[[κέλαδος]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κέλαδος]] «[[θόρυβος]], βοή» ([[πρβλ]]. [[νεοκέλαδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

English (LSJ)

πολεμοκέλαδον, exulting in the din of war, Βρόμιος Lyr.Adesp.108.

German (Pape)

[Seite 654] Kriegsgetöse erregend, poet. bei D. Hal. C. V. p. 107.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμοκέλᾰδος: -ον, ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θορύβῳ τοῦ πολέμου, Βρόμιος Ποιητ. παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κέλαδος «θόρυβος, βοή» (πρβλ. νεοκέλαδος)].