νεοκέλαδος

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

νεοκέλαδος, ον (Α)
αυτός που ηχεί νεανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κέλαδος «ήχος, θόρυβος» (πρβλ. δυσκέλαδος)].