νεοκέλαδος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
νεοκέλαδος, ον (Α)
αυτός που ηχεί νεανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κέλαδος «ήχος, θόρυβος» (πρβλ. δυσκέλαδος)].