ἕνδυο: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "diuissim" to "divissim")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=endyo
|Transliteration C=endyo
|Beta Code=e(/nduo
|Beta Code=e(/nduo
|Definition=Adv. [[one-two]], i.e. [[quickly]], <span class="bibl">Men.198</span>.
|Definition=Adv. [[one-two]], i.e. [[quickly]], Men.198.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> <i>divissim</i> ἓν δύο Ael.<i>Ep</i>.9<br />adv. [[uno-dos]], e.e., [[rápidamente]], [[en un plisplas]] παρέσομαι γὰρ [[ἕνδυο]] Men.<i>Fr</i>.152.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕνδυο''': ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. [[ταχέως]], Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61.
|lstext='''ἕνδυο''': ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. [[ταχέως]], Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> <i>diuissim</i> ἓν δύο Ael.<i>Ep</i>.9<br />adv. [[uno-dos]], e.e., [[rápidamente]], [[en un plisplas]] παρέσομαι γὰρ [[ἕνδυο]] Men.<i>Fr</i>.152.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕνδυο]], (Α)<br /><b>επίρρ.</b> όσο χρόνο χρειάζεται για να προφέρει [[κανείς]] τα αριθμητικά εν-δυο, πολύ [[γρήγορα]].
|mltxt=[[ἕνδυο]], (Α)<br /><b>επίρρ.</b> όσο χρόνο χρειάζεται για να προφέρει [[κανείς]] τα αριθμητικά εν-δυο, πολύ [[γρήγορα]].
}}
}}

Latest revision as of 15:23, 9 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕνδῠο Medium diacritics: ἕνδυο Low diacritics: ένδυο Capitals: ΕΝΔΥΟ
Transliteration A: héndyo Transliteration B: hendyo Transliteration C: endyo Beta Code: e(/nduo

English (LSJ)

Adv. one-two, i.e. quickly, Men.198.

Spanish (DGE)

• Grafía: divissim ἓν δύο Ael.Ep.9
adv. uno-dos, e.e., rápidamente, en un plisplas παρέσομαι γὰρ ἕνδυο Men.Fr.152.

German (Pape)

[Seite 836] erkl. Suid. ταχέως u. führt aus Men. an παρέσομαι ἕνδυο, wie wir: eins, zwei, drei.

Greek (Liddell-Scott)

ἕνδυο: ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. ταχέως, Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61.

Greek Monolingual

ἕνδυο, (Α)
επίρρ. όσο χρόνο χρειάζεται για να προφέρει κανείς τα αριθμητικά εν-δυο, πολύ γρήγορα.