ἡμιονικός: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imionikos
|Transliteration C=imionikos
|Beta Code=h(mioniko/s
|Beta Code=h(mioniko/s
|Definition=ή, όν,= [[ἡμιόνειος]], [[ζεῦγος]] <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.5.2</span>; ὁδὸς ἡμιονική = a [[road]] [[only]] [[fit]] for [[mule]]s, <span class="bibl">Str.6.3.7</span>; ἡμιονικὸν [[ἅρμα]] = [[drawn by mules]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>814.6</span> (iii A.D.).
|Definition=ἡμιονική, ἡμιονικόν, = [[ἡμιόνειος]], [[ζεῦγος]] X.''An.''7.5.2; ὁδὸς ἡμιονική = a [[road]] [[only]] [[fit]] for [[mule]]s, Str.6.3.7; ἡμιονικὸν [[ἅρμα]] = [[drawn by mules]], ''BGU''814.6 (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de mulet.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμίονος]].
|btext=ή, όν :<br />[[de mulet]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡμίονος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμιονικός:''' [[запряженный мулами]]: ζεύγη ἡμιονικά Xen. запряжки мулами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιονικός:''' -ή, -όν = [[ἡμιόνειος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἡμιονικός:''' -ή, -όν = [[ἡμιόνειος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμιονικός:''' [[запряженный мулами]]: ζεύγη ἡμιονικά Xen. запряжки мулами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμιονικός]], ή, όν = [[ἡμιόνειος]], Xen.]
|mdlsjtxt=[[ἡμιονικός]], ή, όν = [[ἡμιόνειος]], Xen.]
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡμιονική, ἡμιονικόν, = ἡμιόνειος, ζεῦγος X.An.7.5.2; ὁδὸς ἡμιονική = a road only fit for mules, Str.6.3.7; ἡμιονικὸν ἅρμα = drawn by mules, BGU814.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1169] = ἡμιόνειος, z. B. ζεῦγος, Maulthiergespann, Xen. An. 7, 5, 1; VLL.; ὁδός, Strab. VI, 282.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mulet.
Étymologie: ἡμίονος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιονικός: запряженный мулами: ζεύγη ἡμιονικά Xen. запряжки мулами.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιονικός: -ή, -όν, = ἡμιόνειος, ζεῦγος Ξεν. Ἀν. 7. 5, 1˙ ὁδὸς ἡμ., ὁδὸς μόνον δι’ ἡμιόνους κατάλληλος, Στράβων 282.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἡμιονικός, -ή, -όν) ημίονος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν.
β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» — δρόμος στενός, δύσβατος, βατός μόνο από μουλάρια).

Greek Monotonic

ἡμιονικός: -ή, -όν = ἡμιόνειος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡμιονικός, ή, όν = ἡμιόνειος, Xen.]