ἡμίονος
Full diacritics: ἡμίονος | Medium diacritics: ἡμίονος | Low diacritics: ημίονος | Capitals: ΗΜΙΟΝΟΣ |
Transliteration A: hēmíonos | Transliteration B: hēmionos | Transliteration C: imionos | Beta Code: h(mi/onos |
Contents
English (LSJ)
ἡ, Il.2.852, Pi.O.6.22, Rev.Phil. 50.67 (Didyma, ii B.C.), etc.; ὁ, Il.17.742, Pl.Ap.27e, etc.: Aeol. αἰμί- Sapph.Supp.20a.14:—
A half-ass, i.e. mule, Il.10.352, al., Arist. HA576b11, etc.; ταλαεργός Il.23.654: prov., γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι Thgn.996; ἐφ' ἡμιόνων on a car drawn by mules, Il.24.702; εἰς ἡμιόνους ποιεῖν to write an ode on a team of racing-mules, Arist.Rh.1405b26: prov., ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι, i.e. never, Hdt.3.153: metaph., ἡ. βασιλεύς, i.e. half-Mede, half-Persian, Orac. ap. Hdt. 1.55. 2 ἡ. ἀγροτέρα wild ass, onager, Il.2.852; αἱ ἐν Συρίᾳ καλούμεναι ἡ. Arist.HA491a2, cf. 580b1, al. II as Adj., βρέφος ἡμίονον a mule-foal, Il.23.266.
German (Pape)
[Seite 1169] ἡ, selten ὁ, wie Il. 17, 742, Halbesel, d. i. Maulesel od. Mauleselinn. Bei Hom. oft als Zug-, Last- u. Ackervieh; sie können viel aushalten, dah. ταλαεργός, Il. 23, 654 u. öfter; sie sind besser als Rinder, 10, 352 Od. 8, 124; auch besser als Esel, Theogn. 996. – Folgde, Her. 3, 153; im plur., Pind. Ol. 6, 22; Plat. Apol 27 e; ἐφ' ἡμιόνων κείμενος, auf dem mit Maulthieren be spannten Wagen, Il. 24, 702; – adjectivisch gebraucht scheint es Iliad. 23, 266 zu sein, ἡμίονον βρέφος κυέουσα. – Bei Theophr. u. Diosc. ein Kraut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίονος: ἡ, Ὅμ., Πίνδ., κτλ.˙ ἀλλ’ ἀρσ. ἐν Ἰλ. Ρ. 742, Πλάτ. Ἀπολ. 27Ε, κτλ.˙ - κατὰ τὸ ἥμισυ ὄνος, «μουλάρι», παρ’ Ὁμ. ὡς ζῷον φορτηγόν, Ἰλ. Κ. 115˙ ἢ σῦρον ἅμαξαν, κτλ., Η. 332, Ρ. 742, πρβλ. ἡμιόνειος˙ ἀντέχει παραπολύ, ταλαεργὸς Ψ. 654˙ καὶ προτιμᾶται τοῦ βοός, Κ. 352, Ὀδ. Θ. 124˙ οὕτω, γνοίης ὅσσον ὄνων κρείσσονες ἡμίονοι Θέογν. 996˙ ἐφ’ ἡμιόνων, ἐπὶ ἁμάξης συρομένης ὑπὸ ἡμιόνων, Ἰλ. Ω. 702˙ ἡ ἀξία τῶν ἡμιόνων φαίνεται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ὑπῆρχον ἀγῶνες ἡμιονοδρομικοὶ ἐν Ὀλυμπίᾳ, ὡς οἱ ἐξυμνηθέντες ὑπὸ τοῦ Πινδ. Ὀλ. 6, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14˙ - παροιμ., ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι, δηλ. οὐδέποτε, Ἡρόδ. 3. 153˙ περὶ τῆς φυσικῆς ἱστορίας τοῦ ζῴου ὅρα Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 22 καὶ 24˙ πρβλ. ὀρεύς. 2) ἡ ἀγροτέρα ἡμ. Ἰλ. Β. 851 εἶναι ἴσως ἡ αὐτὴ καὶ ἡ Συρία ἡμίονος παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 36, 1 (πρβλ. 1. 6, 7), εἶδος ἀγρίου ὄνου, τὸ Περσ. jiggetai. II. εἶδος φυτοῦ, σκολοπένδριον, Λατ. scolopendrium, τροφὴ ἀγαπητὴ τῶν ἡμιόνων, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 19 (18), 7˙ πρβλ. ἡμιόνιον.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ, rar. ὁ)
mulet, mule (propr. demi-âne, demi-ânesse), animal ; ἐφ’ ἡμιόνων κείμενος IL porté sur un char traîné par des mules ; ἡμίονος ἀγροτέρα IL mule sauvage, sorte d’âne sauvage ; adj. βρέφος ἡμίονον IL embryon qui deviendra un mulet ; βασιλεὺς ἡμίονος ORACL (HDT) le roi hybride (Cyrus, demi-Mède, demi-Perse).
Étymologie: ἡμι-, ὄνος.
English (Autenrieth)
(ὄνος): mule; the name designates the hybrid, cf. οὐρεύς.—As adj., Il. 23.266.
English (Slater)
ἡμῐονος
1 mule ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε (O. 5.7) ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων (O. 6.22) ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας ἵκετο σπεύδων (P. 4.94)
Spanish
Greek Monolingual
ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι
αρχ.
1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» — βασιλιάς κατά το ήμισυ Μήδος και κατά το ήμισυ Πέρσης, Ηρόδ.)
2. ως επίθ. ἡμίονος, -ον
αυτός που έχει ημιονική φύση, που είναι μουλάρι («βρέφος ἡμίονον» — πουλάρι ημιόνου, μουλαράκι, Ομ. Ιλ.)
3. φρ. α) «ἐφ' ἡμιόνων» — πάνω σε άμαξα που σύρεται από ημιόνους
β) «εἰς ἡμιόνους ποιεῑν» — το να γράφει κάποιος ποίημα για ζεύγος ημιόνων
γ) «ἡμίονος ἀγροτέρα» — είδος ονάγρου, ίσως η Συρία ημίονος
δ) «ἡμίονος αὐλός» — αυλός με τις μισές οπές, αυλός με τρεις τρύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όνος].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Greek Monotonic
ἡμίονος: ὁ, ἡ,
I. 1. γαϊδούρι κατά το ήμισυ, μισό γαϊδούρι δηλ. μουλάρι, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι, δηλ. ποτέ, σε Ηρόδ.
2. το ἡμίονος ἀγροτέρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Β. 851 είναι πιθανόν το αγριο-μούλαρο.
II. ως επίθ., βρέφος ἡμίονον, το νεογνό της φοράδας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡμίονος βασιλεύς, ένα βασιλικό μουλάρι, μισό Μηδικό μισό Περσικό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίονος:
1) имеющий свойства мула: βρέφος ἡμίονον Hom. зародыш мула;
2) перен. гибрид: βασιλεὺς ἡ. Her. царь смешанной крови (о Кире, мать которого была мидянкой).
I ἡ, реже ὁ мул или лошак Hom., Hes., Pind. etc.
Middle Liddell
ἡμί-ονος, ὁ, ἡ,
I. a half-ass, i. e. a mule, Hom., etc.:— proverb., ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι, i. e. never, Hdt.
2. the ἡμ. ἀγροτέρα of Il. 2. 851 is prob. the wild ass.
II. as adj., βρέφος ἡμίονον a mule-foal, Il.; ἡμ. βασιλεύς a mule-king, half-Mede half-Persian, Orac. ap. Hdt.