συγγένειος: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggeneios | |Transliteration C=syggeneios | ||
|Beta Code=sugge/neios | |Beta Code=sugge/neios | ||
|Definition= | |Definition=συγγένειον, [[akin]], [[kindred]], <b class="b3">Ζεὺς σ.</b> [[presiding over kindred]], E.''Fr.''1000. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
συγγένειον, akin, kindred, Ζεὺς σ. presiding over kindred, E.Fr.1000.
Russian (Dvoretsky)
συγγένειος: охраняющий родственные узы (Ζεύς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
συγγένειος: -ον, συγγενικός, συγγένειος Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς πρός τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.
Greek Monolingual
-ον, Α συγγενής
συγγενικός.