δικαστηριακός: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikastiriakos | |Transliteration C=dikastiriakos | ||
|Beta Code=dikasthriako/s | |Beta Code=dikasthriako/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=δικαστηριακή, δικαστηριακόν, [[connected with law-courts]], Phld.''Rh.''1.212S. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[relacionado con los tribunales]] τὸ δικανικόν Phld.<i>Rh</i>.1.212. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικαστήριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δικαστήριο</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
δικαστηριακή, δικαστηριακόν, connected with law-courts, Phld.Rh.1.212S.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
relacionado con los tribunales τὸ δικανικόν Phld.Rh.1.212.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικαστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].