δικαστηριακός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikastiriakos
|Transliteration C=dikastiriakos
|Beta Code=dikasthriako/s
|Beta Code=dikasthriako/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">connected with law-courts</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.212S.</span>
|Definition=δικαστηριακή, δικαστηριακόν, [[connected with law-courts]], Phld.''Rh.''1.212S.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[relacionado con los tribunales]] τὸ δικανικόν Phld.<i>Rh</i>.1.212.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικαστήριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δικαστήριο</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαστηριακός Medium diacritics: δικαστηριακός Low diacritics: δικαστηριακός Capitals: ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: dikastēriakós Transliteration B: dikastēriakos Transliteration C: dikastiriakos Beta Code: dikasthriako/s

English (LSJ)

δικαστηριακή, δικαστηριακόν, connected with law-courts, Phld.Rh.1.212S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relacionado con los tribunales τὸ δικανικόν Phld.Rh.1.212.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικαστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].