ἑτερόχρως: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eterochros
|Transliteration C=eterochros
|Beta Code=e(tero/xrws
|Beta Code=e(tero/xrws
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἑτερόχροος]], <span class="bibl">Poll.9.98</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἑτερόχρωτες ὕπνοι</b> sleep [[with one of different sex]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>42</span>.</span>
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἑτερόχροος]], Poll.9.98.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἑτερόχρωτες ὕπνοι</b> sleep [[with one of different sex]], Luc.''Am.''42.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόχρως Medium diacritics: ἑτερόχρως Low diacritics: ετερόχρως Capitals: ΕΤΕΡΟΧΡΩΣ
Transliteration A: heteróchrōs Transliteration B: heterochrōs Transliteration C: eterochros Beta Code: e(tero/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,
A = ἑτερόχροος, Poll.9.98.
II ἑτερόχρωτες ὕπνοι sleep with one of different sex, Luc.Am.42.

German (Pape)

[Seite 1051] ωτος, 11 = Vorigem. – 2) ὕπνοι, Luc. Amor. 42, Schlaf mit einem andern Leibe, Beischlaf mit einem Weibe, l. d.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόχρως: ωτος adj. разнополый или обоеполый, перен. полный любовных утех (ὕπνοι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = ἑτερόχροος, Γρηγόρ. Νύσσ. ἐν Wolf. Anecd. Gr. τ. 3. σ. 10. ΙΙ. ἑτερόχρωτες ὕπνοι, ὕπνος μετ’ ἄλλου προσώπου, συγκοίμησις, (ἴδε ἑρμηνείαν Κοραῆ ἐν τῷ Θησαυρῷ Στεφάνου ἐν λ.). Λουκ. Ἔρωτες 42: ὁ Κόβητος διορθοῖ ἑνερόχρωτες.

Greek Monolingual

ἑτερόχρως, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρους
2. (για ύπνο) αυτός που γίνεται με πρόσωπο διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + χρως].