ὀρείτης: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreitis
|Transliteration C=oreitis
|Beta Code=o)rei/ths
|Beta Code=o)rei/ths
|Definition=ου, ὁ, (ὄρος) name of a stone, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>362</span>,<span class="bibl">457</span>. <span class="sense"><span class="bld">2</span> a kind of hawk. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.43</span>.</span>
|Definition=ὀρείτου, ὁ, ([[ὄρος]]) name of a stone, Orph.''L.''362,457.<br><span class="bld">2</span> a kind of hawk. Ael.''NA''2.43.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />montagnard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[montagnard]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρείτης:''' ου ὁ горный житель, горец Polyb.
|elrutext='''ὀρείτης:''' ου ὁ [[горный житель]], [[горец]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρείτης]], ὁ, (θηλ. ὀρεῑτις, -ίτιδος (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] τών ορέων, [[ορεσίβιος]], [[βουνήσιος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός λίθου<br /><b>3.</b> [[είδος]] γερακιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- του [[ὄρος]] (II) (<b>πρβλ.</b> <i>ορει</i>-[[βάτης]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
|mltxt=[[ὀρείτης]], ὁ, (θηλ. ὀρεῖτις, -ίτιδος (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] τών ορέων, [[ορεσίβιος]], [[βουνήσιος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός λίθου<br /><b>3.</b> [[είδος]] γερακιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- του [[ὄρος]] (II) ([[πρβλ]]. [[ορειβάτης]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

English (LSJ)

ὀρείτου, ὁ, (ὄρος) name of a stone, Orph.L.362,457.
2 a kind of hawk. Ael.NA2.43.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, Bergbewohner; Orph. Lith. 356; Tzetz.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
montagnard.
Étymologie: ὄρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρείτης: ου ὁ горный житель, горец Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρείτης: -ου, ὁ, (ὄρος) ὀρεινός, κάτοικος τῶν ὀρέων, Πολύβ. 3. 33, 9, Ὀρφ. Λιθ. 356· - θηλ. ὀρεῖτις, -ιδος, μνημονεύεται ἐξ ἐπιγραφ., ἀλλ’ ἴδε Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3477.

Greek Monolingual

ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῖτις, -ίτιδος (Α)
1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος
2. ονομασία ενός λίθου
3. είδος γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- του ὄρος (II) (πρβλ. ορειβάτης) + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

ὀρείτης: -ου, ὁ (ὄρος), κάτοικος των βουνών, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ὀρείτης, ου, ὁ, ὄρος
a mountaineer, Polyb.