λίκνο: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[λίκνον]] και λεῖκνον)<br />[[κούνια]] μωρού, [[κλίνη]], [[αιώρα]] για [[βρέφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] προέλευσης, [[γενέτειρα]], [[κοιτίδα]] («η [[Ελλάδα]] [[είναι]] το [[λίκνο]] του πολιτισμού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από του λίκνου» — από [[κούνια]], από τη βρεφική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ευρύ [[κάνιστρο]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[σιτάρι]] και το τίναζαν [[ψηλά]] [[προς]] τον άνεμο με σκοπό να αποχωριστούν οι κόκκοι από τα άχυρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[λικμώ]]]. | |mltxt=το (Α [[λίκνον]] και [[λεῖκνον]])<br />[[κούνια]] μωρού, [[κλίνη]], [[αιώρα]] για [[βρέφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] προέλευσης, [[γενέτειρα]], [[κοιτίδα]] («η [[Ελλάδα]] [[είναι]] το [[λίκνο]] του πολιτισμού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από του λίκνου» — από [[κούνια]], από τη βρεφική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ευρύ [[κάνιστρο]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[σιτάρι]] και το τίναζαν [[ψηλά]] [[προς]] τον άνεμο με σκοπό να αποχωριστούν οι κόκκοι από τα άχυρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[λικμώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 19 January 2023
Greek Monolingual
το (Α λίκνον και λεῖκνον)
κούνια μωρού, κλίνη, αιώρα για βρέφος
νεοελλ.
1. τόπος προέλευσης, γενέτειρα, κοιτίδα («η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού»)
2. φρ. «από του λίκνου» — από κούνια, από τη βρεφική ηλικία
αρχ.
ευρύ κάνιστρο στο οποίο τοποθετούσαν το σιτάρι και το τίναζαν ψηλά προς τον άνεμο με σκοπό να αποχωριστούν οι κόκκοι από τα άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λικμώ].