γρίφος: Difference between revisions

(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM γρῑφος)<br /><b>1.</b> [[λόγος]] [[περίπλοκος]] και [[δυσνόητος]], [[αίνιγμα]]<br /><b>2.</b> [[ονοματοπαίγνιο]] [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] ή [[φράση]] παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />ο γρίπος, το [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>γρίπος</i>].
|mltxt=ο (AM γρῖφος)<br /><b>1.</b> [[λόγος]] [[περίπλοκος]] και [[δυσνόητος]], [[αίνιγμα]]<br /><b>2.</b> [[ονοματοπαίγνιο]] [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] ή [[φράση]] παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />ο γρίπος, το [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>γρίπος</i>].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, [[αἴνιγμα]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=ψάθα).
|mantxt=(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, [[αἴνιγμα]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=[[ψάθα]]).
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο (AM γρῖφος)
1. λόγος περίπλοκος και δυσνόητος, αίνιγμα
2. ονοματοπαίγνιο κατά το οποίο μία λέξη ή φράση παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.
αρχ.
ο γρίπος, το δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρίπος].

Mantoulidis Etymological

(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, αἴνιγμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=ψάθα).