ρόδον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=τριαντάφυλλο). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ [[ροδανός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.<br><b>Παράγωγα:</b> ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=[[κῆπος]] ἀπό τριαντάφυλλα).
|mantxt=(=[[τριαντάφυλλο]]). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ [[ροδανός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.<br><b>Παράγωγα:</b> ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=[[κῆπος]] ἀπό τριαντάφυλλα).
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 29 November 2022

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. ρόδο.

Mantoulidis Etymological

(=τριαντάφυλλο). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ ροδανός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.
Παράγωγα: ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=κῆπος ἀπό τριαντάφυλλα).