σαλεία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(b)
 
(36)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0859.png Seite 859]] ἡ, Bewegung, Unruhe, zw., s. [[σαλία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0859.png Seite 859]] ἡ, Bewegung, Unruhe, zw., s. [[σαλία]].
}}
{{ls
|lstext='''σᾰλεία''': ἡ, ([[σαλεύω]]) [[κίνησις]] [[ἀσταθής]], [[ταραχή]], κυματισμός, ἀνησυχία, Πολέμωνος Φυσιογν. 11. 11 ([[ἔνθα]] σαλίας)· ― Ἐπικ. σαλέη, Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 428, ἐπὶ σειομένων ξιφῶν.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> [[ασταθής]] [[κίνηση]], [[κυματισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταραχή]], [[ανησυχία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 859] ἡ, Bewegung, Unruhe, zw., s. σαλία.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλεία: ἡ, (σαλεύω) κίνησις ἀσταθής, ταραχή, κυματισμός, ἀνησυχία, Πολέμωνος Φυσιογν. 11. 11 (ἔνθα σαλίας)· ― Ἐπικ. σαλέη, Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 428, ἐπὶ σειομένων ξιφῶν.

Greek Monolingual

ἡ, Α σαλεύω
1. ασταθής κίνηση, κυματισμός
2. μτφ. ταραχή, ανησυχία.