διαιρετέος: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διαιρετέος]], η, ον verb. adj. of [[διαιρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> [[to be divided]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[διαιρετέον]], one must [[divide]], Plat. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /> | |btext=α, ον :<br />qu'il faut <i>ou</i> qu'on peut diviser.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαιρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 10: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαιρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαιρέω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαιρετέον]], πρέπει [[κάποιος]] να διαιρέσει, στον ίδ. | |lsmtext='''διαιρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαιρέω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαιρετέον]], πρέπει [[κάποιος]] να διαιρέσει, στον ίδ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:32, 26 September 2023
Middle Liddell
διαιρετέος, η, ον verb. adj. of διαιρέω,]
I. to be divided, Plat.
II. διαιρετέον, one must divide, Plat.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'il faut ou qu'on peut diviser.
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser dividido ὁ χρόνος Them.in Ph.141.25, cf. Gloss.2.278.
Greek Monolingual
ο (AM διαιρετέος)
1. αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί
2. το αρσ. ως ουσ. μαθ. ποσότητα ή αριθμός που πρόκειται να διαιρεθεί
αρχ.
αυτός που πρέπει να του ανοίξουν τη φλέβα.
Greek Monotonic
διαιρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαιρέω·
I. αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.
II. διαιρετέον, πρέπει κάποιος να διαιρέσει, στον ίδ.