σχοινοβατίη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sxoinobati/h
|Beta Code=sxoinobati/h
|Definition=ἡ, [[rope-dancing]], interpol. in Hp. ''Vict.'' 3.68; [[σχοινοβατική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), Sch. DT. p. 110H.
|Definition=ἡ, [[rope-dancing]], interpol. in Hp. ''Vict.'' 3.68; [[σχοινοβατική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), Sch. DT. p. 110H.
}}
{{grml
|mltxt=[[σχοινοβασία]], η / [[σχοινοβατία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[σχοινοβατίη]] Α<br />η [[τέχνη]] του [[σχοινοβάτης|σχοινοβάτη]], [[ισορροπία]], [[βάδισμα]] ή και [[χορός]] [[πάνω]] σε τεντωμένο [[σχοινί]], [[ακροβασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι σχοινοβασίες</i><br />οι σχοινοβατικές ασκήσεις<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοινοβάτης]]. Ο νεοελλ. τ. [[σχοινοβασία]] μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Ελληνογαλικόν Λεξικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
{{trml
|trtx====[[tightrope walking]]===
Armenian: լարախաղացություն, քյանդրբազություն; Catalan: funambulisme; English: [[rope dancing]], [[ropedancing]], [[tightrope walking]], [[funambulism]]; Finnish: nuorallatanssi, nuorallakävely; French: [[funambulisme]]; German: [[Seiltanz]], [[Seiltanzen]]; Greek: [[σχοινοβασία]]; Ancient Greek: [[σχοινοβατία]], [[σχοινοβατίη]], [[σχοινοβατική]], [[σχοινοβατικὴ τέχνη]], [[σχοινοδρομία]], [[σχοινοδρομίη]]; Hungarian: kötéltánc, kötéltáncolás; Indonesian: jalan tali; Korean: 줄타기; Latin: [[funem extentum ire]]; Polish: spacer po linie; Portuguese: [[funambulismo]]; Spanish: [[funambulismo]]; Volapük: jainadanüd, jainadanüdakan
ar: السير على الحبل المشدود; ast: funambulismu; bo: ཐག་འགྲོས།; ca: funambulisme; cs: chůze po laně; eu: funanbulismo; fi: nuorallakävely; he: הליכה על חבל; hy: լարախաղաց; it: [[funambolismo]]; ja: 綱渡り; kk: даршы; ko: 줄타기; ; nl: [[koorddansen]]; ru: [[хождение по канату]]; sr: hodanje po konopcu; sv: lindans; uk: канатоходіння; uz: dorbozlik; zh: 走钢丝
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 25 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοβατίη Medium diacritics: σχοινοβατίη Low diacritics: σχοινοβατίη Capitals: ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΙΗ
Transliteration A: schoinobatíē Transliteration B: schoinobatiē Transliteration C: schoinovatii Beta Code: sxoinobati/h

English (LSJ)

ἡ, rope-dancing, interpol. in Hp. Vict. 3.68; σχοινοβατική (sc. τέχνη), Sch. DT. p. 110H.

Greek Monolingual

σχοινοβασία, η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α
η τέχνη του σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες
οι σχοινοβατικές ασκήσεις
2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινοβάτης. Ο νεοελλ. τ. σχοινοβασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].

Translations

tightrope walking

Armenian: լարախաղացություն, քյանդրբազություն; Catalan: funambulisme; English: rope dancing, ropedancing, tightrope walking, funambulism; Finnish: nuorallatanssi, nuorallakävely; French: funambulisme; German: Seiltanz, Seiltanzen; Greek: σχοινοβασία; Ancient Greek: σχοινοβατία, σχοινοβατίη, σχοινοβατική, σχοινοβατικὴ τέχνη, σχοινοδρομία, σχοινοδρομίη; Hungarian: kötéltánc, kötéltáncolás; Indonesian: jalan tali; Korean: 줄타기; Latin: funem extentum ire; Polish: spacer po linie; Portuguese: funambulismo; Spanish: funambulismo; Volapük: jainadanüd, jainadanüdakan

ar: السير على الحبل المشدود; ast: funambulismu; bo: ཐག་འགྲོས།; ca: funambulisme; cs: chůze po laně; eu: funanbulismo; fi: nuorallakävely; he: הליכה על חבל; hy: լարախաղաց; it: funambolismo; ja: 綱渡り; kk: даршы; ko: 줄타기; ; nl: koorddansen; ru: хождение по канату; sr: hodanje po konopcu; sv: lindans; uk: канатоходіння; uz: dorbozlik; zh: 走钢丝