ἀσαγήνευτος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(a)
 
(6)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] nicht im Netze zu fangen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] nicht im Netze zu fangen.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσᾰγήνευτος''': -ον, ὁ μὴ σαγηνευθείς, Κύριλλ. εἰς Ἰω. 21, σ. 1115.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no cogido con red]] ἄγρα Nil.M.79.952D.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσαγήνευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε [[δίχτυ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυγκίνητος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδελέαστος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:21, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 368] nicht im Netze zu fangen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσᾰγήνευτος: -ον, ὁ μὴ σαγηνευθείς, Κύριλλ. εἰς Ἰω. 21, σ. 1115.

Spanish (DGE)

-ον no cogido con red ἄγρα Nil.M.79.952D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσαγήνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε δίχτυ
νεοελλ.
1. ο ασυγκίνητος
2. ο αδελέαστος.