χειριστότερος: Difference between revisions
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
(b) |
(46) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1345.png Seite 1345]] = [[χειρότερος]], [[χείρων]], Hippocr., zw. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1345.png Seite 1345]] = [[χειρότερος]], [[χείρων]], Hippocr., zw. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χειριστότερος''': -α, -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ [[χειρότερος]] παρ’ Ἱππ. 25. 12. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έρα, -ον, Α<br />[[χειρότερος]], [[ακόμη]] πιο [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εσφ. τ. του [[χειρότερος]], σχηματισμένος <span style="color: red;"><</span> [[χείριστος]] (το οποίο εκλαμβάνεται ως επίθ. θετ. βαθμού) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> του συγκρ. βαθμού]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:48, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1345] = χειρότερος, χείρων, Hippocr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
χειριστότερος: -α, -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ χειρότερος παρ’ Ἱππ. 25. 12.
Greek Monolingual
-έρα, -ον, Α
χειρότερος, ακόμη πιο κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. τ. του χειρότερος, σχηματισμένος < χείριστος (το οποίο εκλαμβάνεται ως επίθ. θετ. βαθμού) + κατάλ. -τερος του συγκρ. βαθμού].