χειριστότερος
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
German (Pape)
[Seite 1345] = χειρότερος, χείρων, Hippocr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
χειριστότερος: -α, -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ χειρότερος παρ’ Ἱππ. 25. 12.
Greek Monolingual
-έρα, -ον, Α
χειρότερος, ακόμη πιο κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. τ. του χειρότερος, σχηματισμένος < χείριστος (το οποίο εκλαμβάνεται ως επίθ. θετ. βαθμού) + κατάλ. -τερος του συγκρ. βαθμού].