ἐξοπλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(a)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] ὁ, Ausrüstung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] ὁ, [[Ausrüstung]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξοπλισμός''': ὁ, ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ ἀγροῦ καὶ οἴκου, τὰ [[ἔπιπλα]], τὰ σκεύη, Βασιλικ. Βιβλ. 20, τιτ. 1. κ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐξοπλισμός]]) [[εξοπλίζω]]<br /><b>1.</b> ο [[εφοδιασμός]] με όλα τα αναγκαία όπλα<br /><b>2.</b> ο [[εφοδιασμός]] με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ.<br /><b>3.</b> τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο [[εξοπλισμός]] του εργαστηρίου», «[[εξοπλισμός]] του σκάφους», «[[εξοπλισμός]] ξενοδοχείου», «[[αθλητικός]] [[εξοπλισμός]]» ή «[[εξοπλισμός]] του σταδίου, του γυμναστηρίου» κ.λπ., «ἀγροῦ καὶ οἰκίας [[ἐξοπλισμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>οι εξοπλισμοί</i><br />το [[σύνολο]] τών πολεμικών μέσων ενός κράτους.
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 9 November 2024

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, Ausrüstung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοπλισμός: ὁ, ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ ἀγροῦ καὶ οἴκου, τὰ ἔπιπλα, τὰ σκεύη, Βασιλικ. Βιβλ. 20, τιτ. 1. κ. 3.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξοπλισμός) εξοπλίζω
1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα
2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ.
3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός του εργαστηρίου», «εξοπλισμός του σκάφους», «εξοπλισμός ξενοδοχείου», «αθλητικός εξοπλισμός» ή «εξοπλισμός του σταδίου, του γυμναστηρίου» κ.λπ., «ἀγροῦ καὶ οἰκίας ἐξοπλισμός»)
νεοελλ.
οι εξοπλισμοί
το σύνολο τών πολεμικών μέσων ενός κράτους.