intolerable: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 5: | Line 5: | ||
[[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐκ ἀνασχετός]] (rare [[prose|P.]]), [[οὐ φορητός]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[οὐ τλητός]], [[verse|V.]] [[οὐχ ὑποστατός]], [[δύσοιστος]], [[δύσφορος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[prose|P.]] [[ἀφόρητος]]. | [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐκ ἀνασχετός]] (rare [[prose|P.]]), [[οὐ φορητός]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[οὐ τλητός]], [[verse|V.]] [[οὐχ ὑποστατός]], [[δύσοιστος]], [[δύσφορος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[prose|P.]] [[ἀφόρητος]]. | ||
[[ | [[grievous]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[βαρύς]], [[λυπηρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]] | |sltx=[[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:34, 2 November 2024
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. οὐκ ἀνεκτός, οὐκ ἀνασχετός (rare P.), οὐ φορητός, Ar. and V. οὐ τλητός, V. οὐχ ὑποστατός, δύσοιστος, δύσφορος, ἄτλητος, ἄφερτος, P. ἀφόρητος.
grievous: P. and V. βαρύς, λυπηρός.
Spanish > Greek
ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσυπομένητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος