ἀνυπομόνητος
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
ἀνυπομόνητον,
A unbearable, κακόν Chrysipp.Stoic.3.131; ἀ. θεάσασθαι Arist.Mir. 843a15, cf. D.S.3.29, D.H.6.51, CratesEp.29,etc. Adv. ἀνυπομονήτως = without forbearance Hsch. s.v. ἀστέκτως.
II Act., not enduring, Procl.Par.Ptol.224.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de abstr. insoportable κακόν Chrysipp.Stoic.3.131, ἀ. θεάσασθαι Arist.Mir.843a15, δριμύτης D.S.3.29, δεινὴ καὶ ἀ. ὄψις D.H.6.51, τὰ ἄλλοις διὰ μαλακίαν ἢ δόξαν ἀνυπομόνητα Crates Theb.Ep.29.
2 que no soporta Procl.Par.Ptol.224
•subst. τὸ ἀνυπομόνητον = impaciencia Mac.Aeg.M.34.852C.
II adv. ἀνυπομονήτως = impacientemente ἀ. φερόμενοι Mac.Aeg.M.34.517D, cf. Hsch.s.u. ἀστέκτως.
German (Pape)
[Seite 266] dasselbe, Arist. mirab. 130; καὶ δεινὴ ὄψις D. Hal. 6, 51; καὶ πικραὶ κατηγορίαι 9, 44.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπομόνητος: невыносимый, нестерпимый (τῆ ὄψει Arst.; δριμύτης Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπομόνητος: -ον, ἀφόρητος, Ἀριστ. π. Θαυμ. 130. 2, Διόδ. 3. 29, «ἀνήκεστον, ἀθεράπευτον, ἀνυπομόνητον» Ἐρωτ. σ. 92. 2) ὁ μὴ ἔχων ὑπομονήν, Νεῖλ. 216D. - Ἐπίρρ. ἀνυπομονήτως, ἄνευ ὑπομονῆς, Μακάρ. 517D: πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἀστέκτως.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνυπομόνητος, -ον)
αυτός που δεν έχει υπομονή
αρχ.-μσν.
αφόρητος.
Translations
intolerable
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت