φιλέταιρις: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φιλεταίριον]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ράμνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[φιλεταίριος]] (<i>ἡ</i>) που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[φοινικίς]])].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φιλεταίριον]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ράμνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[φιλεταίριος]] (<i>ἡ</i>) που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[φοινικίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:18, 1 March 2024

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, bes. fem. zu φιλέταιρος, so heißt Schol. Nic. Th. 632 ein klebriges Kraut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέταιρις: -ιδος, ἡ, ἴδε φιλεταίριον.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. φιλεταίριον
2. το φυτό ράμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φιλεταίριος () που εμφανίζει επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικίς)].