ἐνθρονιστικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(a)
 
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] ή, όν, dazu gehörig, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] ή, όν, dazu gehörig, K. S.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνθρονιστικός''': -ή, -όν, ὁ περὶ τοῦ ἐνθρονισμοῦ, ἐνθρονιστικαὶ συλλαβαί, ἐπιστολαὶ πεμπόμεναι ὑπὸ πατριάρχου εἰς ἄλλους πατριάρχας ἐπὶ τῇ ἀναρρήσει αὐτοῦ εἰς τὸν πατριαρχικὸν [[θρόνον]], Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />crist. [[de la entronización o consagración]] en una sede episcopal ἐν ταῖς καλουμέναις ἐνθρονιστικαῖς συλλαβαῖς en las llamadas cartas de entronización</i> Euagr.Schol.<i>HE</i> 4.4.
}}
{{grml
|mltxt=και ενθρονιαστικός, -ή, -ό (Μ [[ἐνθρονιστικός]] και [[ἐνθρονιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται τον ενθρονισμό<br /><b>μσν.</b><br />α. «ἐνθρονι(α)στικά (γράμματα)» — επιστολές που έστελναν οι επίσκοποι σε άλλους επισκόπους και με τις οποίες ανήγγειλλαν την [[εκλογή]] και [[χειροτονία]] τους<br />β. <i>τὰ ἐνθρονι</i>(<i>α</i>)<i>στικά</i><br />χρηματικό [[ποσό]] που κατέβαλλαν οι ενθρονιζόμενοι επίσκοποι για τον ενθρονισμό τους.
}}
}}

Latest revision as of 19:40, 11 December 2022

German (Pape)

[Seite 843] ή, όν, dazu gehörig, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρονιστικός: -ή, -όν, ὁ περὶ τοῦ ἐνθρονισμοῦ, ἐνθρονιστικαὶ συλλαβαί, ἐπιστολαὶ πεμπόμεναι ὑπὸ πατριάρχου εἰς ἄλλους πατριάρχας ἐπὶ τῇ ἀναρρήσει αὐτοῦ εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
crist. de la entronización o consagración en una sede episcopal ἐν ταῖς καλουμέναις ἐνθρονιστικαῖς συλλαβαῖς en las llamadas cartas de entronización Euagr.Schol.HE 4.4.

Greek Monolingual

και ενθρονιαστικός, -ή, -ό (Μ ἐνθρονιστικός και ἐνθρονιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται τον ενθρονισμό
μσν.
α. «ἐνθρονι(α)στικά (γράμματα)» — επιστολές που έστελναν οι επίσκοποι σε άλλους επισκόπους και με τις οποίες ανήγγειλλαν την εκλογή και χειροτονία τους
β. τὰ ἐνθρονι(α)στικά
χρηματικό ποσό που κατέβαλλαν οι ενθρονιζόμενοι επίσκοποι για τον ενθρονισμό τους.