ὑπόδουλος: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(a)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1216.png Seite 1216]] ὁ, Untersklav, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1216.png Seite 1216]] ὁ, Untersklav, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπόδουλος''': -ον, ὁ ὑποδουλωθείς, ὑποτεταγμένος, [[ὑπήκοος]], Θεόφιλος Ἀντιοχ. πρὸς Αὐτόλυκον 2, σ. 256.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόδουλος]], -ον, ΝΜ [[δοῦλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[ξένη]] [[κυριαρχία]], υποταγμένος, [[σκλάβος]] («υπόδουλο [[έθνος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι υπόδουλοι</i><br />οι Έλληνες που ήταν σκλαβωμένοι στον τουρκικό [[ζυγό]], ραγιάδες<br /><b>μσν.</b><br />[[δούλος]] σε κάποιον.
}}
}}

Latest revision as of 20:45, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 1216] ὁ, Untersklav, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδουλος: -ον, ὁ ὑποδουλωθείς, ὑποτεταγμένος, ὑπήκοος, Θεόφιλος Ἀντιοχ. πρὸς Αὐτόλυκον 2, σ. 256.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόδουλος, -ον, ΝΜ δοῦλος
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από ξένη κυριαρχία, υποταγμένος, σκλάβος («υπόδουλο έθνος»)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι υπόδουλοι
οι Έλληνες που ήταν σκλαβωμένοι στον τουρκικό ζυγό, ραγιάδες
μσν.
δούλος σε κάποιον.