ἡμιξύρητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
m (LSJ1 replacement) |
m (elru replacement) |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 22:10, 21 March 2024
English (LSJ)
[ῠ], ον, (ξῠράω) half-shorn, D.L.6.33.
German (Pape)
[Seite 1169] halb geschoren, D. L. 6, 33.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιξύρητος: (ῠ) наполовину остриженный или бритый Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιξύρητος: -ον, (ξῠράω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐξυρημένος, Διογ. Λ. 6. 33.
Greek Monolingual
ἡμιξύρητος, -ον (Α)
εν μέρει, κακώς, ατελώς ξυρισμένος, μισοξυρισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ξυρητός (< ξυρώ «ξυρίζω»)].