μαστώδης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mastodis
|Transliteration C=mastodis
|Beta Code=mastw/dhs
|Beta Code=mastw/dhs
|Definition=μαστώδες, = [[μαστοειδής]], ''Glossaria''.
|Definition=μαστῶδες, = [[μαστοειδής]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστώδης Medium diacritics: μαστώδης Low diacritics: μαστώδης Capitals: ΜΑΣΤΩΔΗΣ
Transliteration A: mastṓdēs Transliteration B: mastōdēs Transliteration C: mastodis Beta Code: mastw/dhs

English (LSJ)

μαστῶδες, = μαστοειδής, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.

German (Pape)

ες, = μαστοειδής.