μοργεύω: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(b) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] Stroh im Wagenkorbe fahren, Poll. 7, 116. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] Stroh im Wagenkorbe fahren, Poll. 7, 116. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μοργεύω''': [[μεταφέρω]] δράγματα δι’ ἁμάξης, κεκαλυμμένης διὰ δικτυωτοῦ περιφράγματος καλουμένου μόργου, Πολυδ. Ζ΄, 116. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοργεύω]] (Α) [[μόργος]]<br />[[μεταφέρω]] δράγματα, δεμάτια, με [[άμαξα]] καλυμμένη με δικτυωτό [[περίφραγμα]] το οποίο ονομαζόταν [[μόργος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 28 March 2021
German (Pape)
[Seite 207] Stroh im Wagenkorbe fahren, Poll. 7, 116.
Greek (Liddell-Scott)
μοργεύω: μεταφέρω δράγματα δι’ ἁμάξης, κεκαλυμμένης διὰ δικτυωτοῦ περιφράγματος καλουμένου μόργου, Πολυδ. Ζ΄, 116.
Greek Monolingual
μοργεύω (Α) μόργος
μεταφέρω δράγματα, δεμάτια, με άμαξα καλυμμένη με δικτυωτό περίφραγμα το οποίο ονομαζόταν μόργος.