ταὐτίζω: Difference between revisions
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taftizo | |Transliteration C=taftizo | ||
|Beta Code=tau)ti/zw | |Beta Code=tau)ti/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[use as synonymous]], Eust.8.33, etc.; ἕν εἰσι καὶ ταὐτίζονται Procl. ''in Prm.'' (''Suppl.'') p.1008 S. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] zu Einem und Ebendemselben machen, als einerlei ansehen, tautologisch reden, Sp., bes. Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] zu Einem und Ebendemselben machen, als einerlei ansehen, tautologisch reden, Sp., bes. Gramm. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ταὐτίζω''': (ἢ ταυτίοω) ἀντὶ τοῦ εἰς ἓν [[τάττω]], «ἰστέον δὲ ὅτι τινὲς οὐχ, ὡς εἴρηται, ταυτίζουσι θυμὸν καὶ ὀργήν, ἀλλὰ διαφορὰς αὐτῶν οἴδασι» Εὐστ. 8. 33, κτλ.· ― ταυτισμός, ὁ, ταυτότης Νικήτ. Χρον. 199D. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 181. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ταὐτίζω]] ΝΜΑ, και ταυτίσω Α [[ταὐτόν]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εξομοιώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ταυτίζομαι</i><br />εξομοιώνομαι, [[είμαι]] [[ίδιος]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] («οι γνώμες μας ταυτίζονται»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
use as synonymous, Eust.8.33, etc.; ἕν εἰσι καὶ ταὐτίζονται Procl. in Prm. (Suppl.) p.1008 S.
German (Pape)
[Seite 1074] zu Einem und Ebendemselben machen, als einerlei ansehen, tautologisch reden, Sp., bes. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτίζω: (ἢ ταυτίοω) ἀντὶ τοῦ εἰς ἓν τάττω, «ἰστέον δὲ ὅτι τινὲς οὐχ, ὡς εἴρηται, ταυτίζουσι θυμὸν καὶ ὀργήν, ἀλλὰ διαφορὰς αὐτῶν οἴδασι» Εὐστ. 8. 33, κτλ.· ― ταυτισμός, ὁ, ταυτότης Νικήτ. Χρον. 199D. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 181.
Greek Monolingual
ταὐτίζω ΝΜΑ, και ταυτίσω Α ταὐτόν
καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω
νεοελλ.
μέσ. ταυτίζομαι
εξομοιώνομαι, είμαι ίδιος με κάποιον ή με κάτι άλλο («οι γνώμες μας ταυτίζονται»).