ασωτεύω: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=AM [[ἀσωτεύω]], Α και [[ἀσωτεύομαι]]) [[άσωτος]] (Ι)<br />[[κάνω]] άσωτη, σπάταλη ζωή.
|mltxt=AM [[ἀσωτεύω]], Α και [[ἀσωτεύομαι]], [[άσωτος]] (Ι)<br />[[κάνω]] άσωτη, σπάταλη ζωή.
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 26 March 2024

Greek Monolingual

AM ἀσωτεύω, Α και ἀσωτεύομαι, άσωτος (Ι)
κάνω άσωτη, σπάταλη ζωή.