κατάκτρια: Difference between revisions

(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataktria
|Transliteration C=kataktria
|Beta Code=kata/ktria
|Beta Code=kata/ktria
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spinning woman</b> (κατάγω <span class="bibl">1.5</span>), Hsch.</span>
|Definition=ἡ, [[spinning woman]] (κατάγω 1.5), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] ἡ, fem. zu [[κατάκτης]], die Herabführende, von der Spinnerinn, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] ἡ, fem. zu [[κατάκτης]], die Herabführende, von der Spinnerinn, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''κατάκτρια''': ἡ, γυνὴ ἡ κατάγουσα τὸ [[νῆμα]], ἡ νήθουσα (πρβλ. [[κατάγω]] Ι. 4)· ἐπὶ τῆς ἐριουργοῦ, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάκτρια]], ἡ (Α)<br />[[γυναίκα]] που γνέθει το [[νήμα]], που στρίβει το [[αδράχτι]] και κατεβάζει την [[κλωστή]] [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατάγ</i>-<i>ω</i> με σημ. «[[κλώθω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡ, spinning woman (κατάγω 1.5), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, fem. zu κατάκτης, die Herabführende, von der Spinnerinn, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκτρια: ἡ, γυνὴ ἡ κατάγουσα τὸ νῆμα, ἡ νήθουσα (πρβλ. κατάγω Ι. 4)· ἐπὶ τῆς ἐριουργοῦ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κατάκτρια, ἡ (Α)
γυναίκα που γνέθει το νήμα, που στρίβει το αδράχτι και κατεβάζει την κλωστή προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-ω με σημ. «κλώθω»].