κρώμαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(c1)
 
(22)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1517.png Seite 1517]] ακος, ὁ, Steinhaufen, Felsen, VLL. S. [[κλώμαξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1517.png Seite 1517]] ακος, ὁ, Steinhaufen, Felsen, VLL. S. [[κλώμαξ]].
}}
{{ls
|lstext='''κρώμαξ''': -ᾱκος, ὁ, σωρὸς λίθων, ἀντὶ [[κλώμαξ]], Δράκων σ. 18· [[ἐντεῦθεν]] κρωμακόεις, εσσα, εν, [[τραχύς]], [[πετρώδης]], [[κρημνώδης]], Ἡσύχ.· κρωμακωτός, ή, όν, [[λέξις]] Παφλαγονικὴ κατὰ τὸν Εὐστ. 330. 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρῶμαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κλώμαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 07:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1517] ακος, ὁ, Steinhaufen, Felsen, VLL. S. κλώμαξ.

Greek (Liddell-Scott)

κρώμαξ: -ᾱκος, ὁ, σωρὸς λίθων, ἀντὶ κλώμαξ, Δράκων σ. 18· ἐντεῦθεν κρωμακόεις, εσσα, εν, τραχύς, πετρώδης, κρημνώδης, Ἡσύχ.· κρωμακωτός, ή, όν, λέξις Παφλαγονικὴ κατὰ τὸν Εὐστ. 330. 40.

Greek Monolingual

κρῶμαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. κλώμαξ.