παρεμπλέκω: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parempleko | |Transliteration C=parempleko | ||
|Beta Code=paremple/kw | |Beta Code=paremple/kw | ||
|Definition= | |Definition=[[insert]] men in ranks, Ascl.''Tact.''10.17; [[mingle]], τῷ ποτῷ τὴν τροφήν Orib. ''Fr.''41:—Med., prob. in Phot. ([[παρεπλεξάμην]] cod.): metaph., [[interweave]], Eust.2.2, al.:—Pass., to [[be blended with]], [[contained in]], Diph. Siph. ap. Ath.2.57c; to [[be involved]], Vett. Val.181.35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0515.png Seite 515]] daneben, dazwischen einflechten, zumischen, Ath. II, 57 d u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0515.png Seite 515]] daneben, dazwischen einflechten, zumischen, Ath. II, 57 d u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρεμπλέκω''': [[ἐμπλέκω]] μετά τινος ἢ [[μεταξύ]], Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι [[μεταξύ]], Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[εμπλέκω]]<br /><b>1.</b> [[μπλέκω]] με [[κάτι]] ή [[μεταξύ]] κάποιων πραγμάτων<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρεμπλέκομαι</i><br />α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με [[κάτι]], περιέχομαι σε [[κάτι]]<br />β) [[είμαι]] αναμεμιγμένος σε [[κάτι]]<br />γ) [[εισάγω]] άνδρες στην [[τάξη]] του στρατεύματος<br /><b>3.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]] («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ενυφαίνω]] («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
insert men in ranks, Ascl.Tact.10.17; mingle, τῷ ποτῷ τὴν τροφήν Orib. Fr.41:—Med., prob. in Phot. (παρεπλεξάμην cod.): metaph., interweave, Eust.2.2, al.:—Pass., to be blended with, contained in, Diph. Siph. ap. Ath.2.57c; to be involved, Vett. Val.181.35.
German (Pape)
[Seite 515] daneben, dazwischen einflechten, zumischen, Ath. II, 57 d u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπλέκω: ἐμπλέκω μετά τινος ἢ μεταξύ, Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι μεταξύ, Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.
Greek Monolingual
Α εμπλέκω
1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων
2. μέσ. παρεμπλέκομαι
α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι
β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι
γ) εισάγω άνδρες στην τάξη του στρατεύματος
3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)
4. μτφ. ενυφαίνω («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», Ευστ.).