κηροχίτων: Difference between revisions

(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κηροχίτων
|Full diacritics=κηροχῐ́των
|Medium diacritics=κηροχίτων
|Medium diacritics=κηροχίτων
|Low diacritics=κηροχίτων
|Low diacritics=κηροχίτων
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kirochiton
|Transliteration C=kirochiton
|Beta Code=khroxi/twn
|Beta Code=khroxi/twn
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ωνος, ὁ, ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">clad in wax</b>, λαμπάς <span class="title">AP</span>6.249 (Antip.).</span>
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[clad in wax]], λαμπάς ''AP''6.249 (Antip.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1434.png Seite 1434]] ωνος, mit Wachs bekleidet, [[λαμπάς]] Antp. Th. 13 (VI, 249).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1434.png Seite 1434]] ωνος, mit Wachs bekleidet, [[λαμπάς]] Antp. Th. 13 (VI, 249).
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />[[à la robe de cire]], [[recouvert de cire]].<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[χιτών]].
}}
{{elru
|elrutext='''κηροχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. покрытый или облитый воском ([[λαμπάς]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''κηροχίτων''': ῑ, ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος κηρόν, λαμπάδα κηροχίτωνα Ἀνθ. Π. 6. 249.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηροχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />ο περιβεβλημένος με κηρό, [[κέρινος]] («[[λαμπάδα]] κηροχίτωνα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), [[πρβλ]]. [[σιδηροχίτων]], [[χαλκοχίτων]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κηροχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος με [[κερί]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κηρο-χῐ́των, ωνος,<br />clad in wax, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, clad in wax, λαμπάς AP6.249 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1434] ωνος, mit Wachs bekleidet, λαμπάς Antp. Th. 13 (VI, 249).

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
à la robe de cire, recouvert de cire.
Étymologie: κηρός, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

κηροχίτων: ωνος (ῐ) adj. покрытый или облитый воском (λαμπάς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κηροχίτων: ῑ, ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος κηρόν, λαμπάδα κηροχίτωνα Ἀνθ. Π. 6. 249.

Greek Monolingual

κηροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινοςλαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηροχίτων, χαλκοχίτων].

Greek Monotonic

κηροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος με κερί, σε Ανθ.

Middle Liddell

κηρο-χῐ́των, ωνος,
clad in wax, Anth.