φυσητής: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fysitis
|Transliteration C=fysitis
|Beta Code=fushth/s
|Beta Code=fushth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">blower</b>, ὑέλοιο <span class="bibl">Man. 1.79</span>; <b class="b2">bellows-blower</b>, Dsc.5.75.</span>
|Definition=φυσητοῦ, ὁ, [[blower]], ὑέλοιο Man. 1.79; [[bellows-blower]], Dsc.5.75.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] ὁ, = [[φυσητήρ]], der Bläser, ὑάλοιο Maneth. 1, 79.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] ὁ, = [[φυσητήρ]], der Bläser, ὑάλοιο Maneth. 1, 79.
}}
{{ls
|lstext='''φῡσητής''': -οῦ, ὁ, = [[φυσητήρ]], ὁ φυσῶν, ὑέλοιο Μανέθων 1. 79.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[φυσῶ]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φυσάει, που χρησιμοποιεί [[φύσημα]] στη δουλειά του (α. «[[φυσητής]] του γυαλιού» β. «φυσητὴς ὑέλοιο», Μανν.).
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσητής Medium diacritics: φυσητής Low diacritics: φυσητής Capitals: ΦΥΣΗΤΗΣ
Transliteration A: physētḗs Transliteration B: physētēs Transliteration C: fysitis Beta Code: fushth/s

English (LSJ)

φυσητοῦ, ὁ, blower, ὑέλοιο Man. 1.79; bellows-blower, Dsc.5.75.

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, = φυσητήρ, der Bläser, ὑάλοιο Maneth. 1, 79.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσητής: -οῦ, ὁ, = φυσητήρ, ὁ φυσῶν, ὑέλοιο Μανέθων 1. 79.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ φυσῶ
(για πρόσ.) αυτός που φυσάει, που χρησιμοποιεί φύσημα στη δουλειά του (α. «φυσητής του γυαλιού» β. «φυσητὴς ὑέλοιο», Μανν.).