προσωποποιός: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosopopoios
|Transliteration C=prosopopoios
|Beta Code=proswpopoio/s
|Beta Code=proswpopoio/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mask-maker</b>, <span class="bibl">Com.Adesp.332</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[mask-maker]], Com.Adesp.332.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0790.png Seite 790]] 1) zur Person machend, abstracte Begriffe od. leblose Dinge in menschliche Sprache und Handlungsweise einkleidend, dramatisirend, Sp. – 2) Masken, Larven machend, Poll. 4, 115.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0790.png Seite 790]] 1) zur Person machend, abstracte Begriffe od. leblose Dinge in menschliche Sprache und Handlungsweise einkleidend, dramatisirend, Sp. – 2) Masken, Larven machend, Poll. 4, 115.
}}
{{ls
|lstext='''προσωποποιός''': -όν, ὁ προσωποποιῶν, τινὸς Μεθόδ. 367Α· ὁ ποιῶν προσωπεῖα, [[σκευοποιός]], Πολυδ. Β´, 47, Δ´, 115.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός παριστάνει με δραματικό τρόπο άψυχα πράγματα ή αφηρημένες έννοιες ως πρόσωπα τα οποία διαλέγονται ή δρουν<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προσωποποιός]]<br />αυτός που κατασκευάζει προσωπεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωποποιός Medium diacritics: προσωποποιός Low diacritics: προσωποποιός Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: prosōpopoiós Transliteration B: prosōpopoios Transliteration C: prosopopoios Beta Code: proswpopoio/s

English (LSJ)

ὁ, mask-maker, Com.Adesp.332.

German (Pape)

[Seite 790] 1) zur Person machend, abstracte Begriffe od. leblose Dinge in menschliche Sprache und Handlungsweise einkleidend, dramatisirend, Sp. – 2) Masken, Larven machend, Poll. 4, 115.

Greek (Liddell-Scott)

προσωποποιός: -όν, ὁ προσωποποιῶν, τινὸς Μεθόδ. 367Α· ὁ ποιῶν προσωπεῖα, σκευοποιός, Πολυδ. Β´, 47, Δ´, 115.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός παριστάνει με δραματικό τρόπο άψυχα πράγματα ή αφηρημένες έννοιες ως πρόσωπα τα οποία διαλέγονται ή δρουν
2. το αρσ. ως ουσ.προσωποποιός
αυτός που κατασκευάζει προσωπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -ποιός].