χρεωστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(13_1)
 
(46)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1372.png Seite 1372]] dem Schuldner eigen, zukommend, ziemend, ihm ähnlich. – Adv. [[χρεωστικῶς]] als Schuldner, Schulden halber, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1372.png Seite 1372]] dem Schuldner eigen, zukommend, ziemend, ihm ähnlich. – Adv. [[χρεωστικῶς]] als Schuldner, Schulden halber, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χρεωστικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[χρεώστης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χρέωση]] ή στον χρεώστη («χρεωστικό ομόλογο»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρεωστικώς]] / [[χρεωστικῶς]], ΝΜ, και <i>χρεωστικά Ν</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[χρέωση]]<br /><b>μσν.</b><br />υποχρεωτικά («τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν [[πατέρα]] [[χρεωστικῶς]]», Αμφιλ.).
}}
}}

Latest revision as of 13:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1372] dem Schuldner eigen, zukommend, ziemend, ihm ähnlich. – Adv. χρεωστικῶς als Schuldner, Schulden halber, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χρεωστικός, -ή, -όν, ΝΜ χρεώστης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρέωση ή στον χρεώστη («χρεωστικό ομόλογο»).
επίρρ...
χρεωστικώς / χρεωστικῶς, ΝΜ, και χρεωστικά Ν
νεοελλ.
με χρέωση
μσν.
υποχρεωτικά («τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα χρεωστικῶς», Αμφιλ.).