Τρώιος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
(6_11) |
(Autenrieth) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Τρώιος''': -η, -ον, συνῃρ. [[Τρῳός]], ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Τρῶα, Τρώιοι ἵπποι Ἰλ. Ε. 222· ἵππους δὲ Τρῳοὺς ὕπαγε ζυγὸν Ψ. 291. ΙΙ. Τρωϊκός, Ἰλ.: ― πρβλ. [[Τρώς]], [[Τρωικός]]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀνηνᾶς τόμ. Ε΄, σ. 72. | |lstext='''Τρώιος''': -η, -ον, συνῃρ. [[Τρῳός]], ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Τρῶα, Τρώιοι ἵπποι Ἰλ. Ε. 222· ἵππους δὲ Τρῳοὺς ὕπαγε ζυγὸν Ψ. 291. ΙΙ. Τρωϊκός, Ἰλ.: ― πρβλ. [[Τρώς]], [[Τρωικός]]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀνηνᾶς τόμ. Ε΄, σ. 72. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=(1) of Tros, belonging to Tros, the [[son]] of [[Erichthonius]], Il. 5.222, Il. 23.378.—(2) [[Trojan]], belonging to the Trojans, Il. 13.262.—Fem., [[Τρωιάς]], άδος, [[ληίς]], γυναῖκες, ν 2, Il. 9.139; and as subst., [[without]] γυναῖκες, Il. 18.122. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:29, 15 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
Τρώιος: -η, -ον, συνῃρ. Τρῳός, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Τρῶα, Τρώιοι ἵπποι Ἰλ. Ε. 222· ἵππους δὲ Τρῳοὺς ὕπαγε ζυγὸν Ψ. 291. ΙΙ. Τρωϊκός, Ἰλ.: ― πρβλ. Τρώς, Τρωικός. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀνηνᾶς τόμ. Ε΄, σ. 72.
English (Autenrieth)
(1) of Tros, belonging to Tros, the son of Erichthonius, Il. 5.222, Il. 23.378.—(2) Trojan, belonging to the Trojans, Il. 13.262.—Fem., Τρωιάς, άδος, ληίς, γυναῖκες, ν 2, Il. 9.139; and as subst., without γυναῖκες, Il. 18.122.