χλοόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chlookarpos
|Transliteration C=chlookarpos
|Beta Code=xloo/karpos
|Beta Code=xloo/karpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">producing green fruits</b>, epith. of Demeter, <span class="bibl">Orph. <span class="title">H.</span>40.5</span>.</span>
|Definition=χλοόκαρπον, [[producing green fruits]], [[epithet]] of [[Demeter]], Orph. ''H.''40.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλοόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων χλωροὺς καρπούς, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 5. 52, κλπ.
|lstext='''χλοόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων χλωροὺς καρπούς, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 5. 52, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Δήμητρος) αυτός που παράγει χλωρούς καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλόη]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>καρπος</i>, <i>ὀμφακό</i>-<i>καρπος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοόκαρπος Medium diacritics: χλοόκαρπος Low diacritics: χλοόκαρπος Capitals: ΧΛΟΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: chloókarpos Transliteration B: chlookarpos Transliteration C: chlookarpos Beta Code: xloo/karpos

English (LSJ)

χλοόκαρπον, producing green fruits, epithet of Demeter, Orph. H.40.5.

German (Pape)

[Seite 1359] mit grüner Frucht, grüne Früchte erzeugend, Beiwort der Demeter, Orph. H. 39, 5, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

χλοόκαρπος: -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων χλωροὺς καρπούς, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 5. 52, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτός που παράγει χλωρούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + καρπός (πρβλ. λεπτό-καρπος, ὀμφακό-καρπος)].