ὑψίδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
(6_18)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίδρομος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ τρέχων, Φαέθων Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 141, 49, καὶ 131, 15· ἀετὸς Φιλῆς περὶ Ζῴων Ἰδιότ. σελ. 10 Schneid.
|lstext='''ὑψίδρομος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ τρέχων, Φαέθων Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 141, 49, καὶ 131, 15· ἀετὸς Φιλῆς περὶ Ζῴων Ἰδιότ. σελ. 10 Schneid.
}}
{{pape
|ptext=<i>hoch [[laufend]], sich in der [[Höhe]] [[bewegend]]</i>, Orph.
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίδρομος: -ον, ὁ ὑψηλὰ τρέχων, Φαέθων Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 141, 49, καὶ 131, 15· ἀετὸς Φιλῆς περὶ Ζῴων Ἰδιότ. σελ. 10 Schneid.

German (Pape)

hoch laufend, sich in der Höhe bewegend, Orph.