στρογγυλόστεγος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρογγυλόστεγος''': -ον, ὁ ἔχων στέγην στρογγύλην ἢ θολοειδῆ, Βυζ. | |lstext='''στρογγυλόστεγος''': -ον, ὁ ἔχων στέγην στρογγύλην ἢ θολοειδῆ, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />(για ναό) αυτός που έχει στρογγυλή [[στέγη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στογγύλος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στεγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέγη]]), [[πρβλ]]. [[μονόστεγος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 10 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
στρογγυλόστεγος: -ον, ὁ ἔχων στέγην στρογγύλην ἢ θολοειδῆ, Βυζ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
(για ναό) αυτός που έχει στρογγυλή στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στογγύλος + -στεγος (< στέγη), πρβλ. μονόστεγος].